ιοβόλος

ιοβόλος
-α, -ο
1. αυτός που χύνει δηλητήριο, φαρμακερός: Ο σκορπιός είναι ιοβόλο ζώο.
2. μτφ., συκοφάντης, μοχθηρός: Ιοβόλα ψυχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… …   Dictionary of Greek

  • ἰοβόλος — ἰ̱οβόλος , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιοβολώ — (I) ἰοβολῶ, έω (Α) [ιοβόλος (Ι)] ρίχνω βέλη, τοξεύω. (II) ἰοβολῶ, έω (Μ) [ιοβόλος (II)] χύνω δηλητήριο («μυγαλαῑ ἰοβολοῡσαι», Γεωπ.) …   Dictionary of Greek

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

  • ἰοβολώτατα — ἰ̱οβολώτατα , ἰοβόλος shooting arrows adverbial superl ἰ̱οβολώτατα , ἰοβόλος shooting arrows neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοβόλον — ἰ̱οβόλον , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem acc sg ἰ̱οβόλον , ἰοβόλος shooting arrows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιοβόλος — ο μη δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν + ιοβόλος «δηλητηριώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • διψάς — διψάς, η (Α) 1. διψασμένη («διψὰς γαῑα») 2. φρ. «διψὰς πόρνη» πόρνη διψασμένη για άντρα 3. ως ουσ. α) ιοβόλος όφις που το δήγμα του προκαλεί αφόρητη δίψα β) είδος αγκαθιού …   Dictionary of Greek

  • ιοβολία — ἰοβολία, ἡ (Α) [ιοβόλος (II)] η έκχυση δηλητηρίου, ιού …   Dictionary of Greek

  • φαρμακερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που περιέχει φαρμάκι («έχει νερά φαρμακερά», Ερωτόκρ.) 2. ιοβόλος, δηλητηριώδης 3. μτφ. α) (για πράγμ.) αυτός που προξενεί ψυχικό πόνο, ο ιδιαίτερα πικρός ή δηκτικός («φαρμακερά λόγια») β) (για το κρύο) δριμύς, διαπεραστικός γ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”